κοραξ

κοραξ
    κόραξ
    -ᾰκος ὅ
    1) ворон
    

ἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν погов. Sext. — от плохого ворона и яйцо плохое (ср. яблочко от яблони недалеко падает);

    κ. λευκός погов. Anth. — белый ворон, диковина;
    κόραξι καὴ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. — угождать воронам и волкам, т.е. прикармливать жадных и неблагодарных людей;
    (φεῦγ΄ или βάλλ΄) ἐς κόρακας! Arst., Arph. (лат. pasce corvos! ) — чтоб тебя вороны склевали!, т.е. проваливай прочь!;
    οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε! Arph. — проваливайте отсюда!

    2) предполож. птица баклан Arst.
    3) абордажный крюк
    

(ἀφιέναι τοὺς κόρακας ἐπὴ τὸ κατάστρωμα τῆς νεώς Polyb.)

    4) стеноломный крюк (осадное орудие)
    

(κόρακες καὴ σιδηραὴ χεῖρες Diod.)

    5) дверной крюк (sc. τῶν πυλῶν Anth.)
    6) шейная колодка (орудие пытки)
    

(κλοιὸς καὴ κ. Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοραξ" в других словарях:

  • Κόραξ — raven masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόραξ — raven masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόραξ — (5ος αι. π.Χ.). Ρήτορας και συγγραφέας από τις Συρακούσες. Θεωρείται ότι έγραψε την πρώτη ρητορική πραγματεία. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του, από το οποίο δεν έχει διασωθεί τίποτα. Όμως, είναι γνωστό ότι είχε ειδικευτεί στη… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας ή Κόραξ — (15ος αι.). Βυζαντινός θεολόγος και άρχοντας. Έζησε στην εποχή του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1422), εστάλη από τον αυτοκράτορα στον σουλτάνο Μουράτ Β’ προκειμένου να τον… …   Dictionary of Greek

  • Коракс — (Κόραξ) сицилиец, после смерти Гиерона и изгнания Фрасивула из Сиракуз (467 до Р. Хр.), благодаря своему ораторскому дарованию, стал во главе управления республикой; оставив участие в общественных делах, открыл школу красноречия. Он и ученик его …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κοράκεσσι — Κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοράκεσσι — κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοράκεσσιν — Κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοράκεσσιν — κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοράκων — Κόραξ raven masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοράκων — κόραξ raven masc gen pl κόρακος masc gen pl κορακόω close imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κορακόω close imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»