Κόραξ — raven masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόραξ — raven masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόραξ — (5ος αι. π.Χ.). Ρήτορας και συγγραφέας από τις Συρακούσες. Θεωρείται ότι έγραψε την πρώτη ρητορική πραγματεία. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του, από το οποίο δεν έχει διασωθεί τίποτα. Όμως, είναι γνωστό ότι είχε ειδικευτεί στη… … Dictionary of Greek
Κόρακας ή Κόραξ — (15ος αι.). Βυζαντινός θεολόγος και άρχοντας. Έζησε στην εποχή του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1422), εστάλη από τον αυτοκράτορα στον σουλτάνο Μουράτ Β’ προκειμένου να τον… … Dictionary of Greek
Коракс — (Κόραξ) сицилиец, после смерти Гиерона и изгнания Фрасивула из Сиракуз (467 до Р. Хр.), благодаря своему ораторскому дарованию, стал во главе управления республикой; оставив участие в общественных делах, открыл школу красноречия. Он и ученик его … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κοράκεσσι — Κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοράκεσσι — κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοράκεσσιν — Κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοράκεσσιν — κόραξ raven masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοράκων — Κόραξ raven masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοράκων — κόραξ raven masc gen pl κόρακος masc gen pl κορακόω close imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κορακόω close imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)